Καράβι κόκκινο, καράβι κόκκινο πάει Πάνω από θάλασσες, πάνω από λίμνες πετάει Το σφυροδρέπανο πέφτει στο κύμα και σπάει Κι απ’ την ανάποδη την ιστορία γυρνάει.
Στο Βερολίνο το τείχος περνάει και στο Πεκίνο το δράκο ξυπνάει, Στο Βερολίνο το τείχος περνάει και στο Πεκίνο ξυπνάει. Καράβι κόκκινο, καράβι κόκκινο πάει Ανθρωποθάλασσες κι ανθρωποφάγους μετράει
Μέσα στο σπίτι σου σαν κλεφτοφάναρο σκάει Κι έτσι απροσκάλεστο λογαριασμό σου ζητάει. Στο Βερολίνο με βότκα μεθάει και στο Πεκίνο μια νύχτα τα σπάει, Στο Βερολίνο με βότκα μεθάει και στο Πεκίνο τα σπάει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είμαι από τα μαύρα δάση, η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε, σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της, και των δασών η παγωνιά μέσα μου θα `ναι ως το θάνατό μου.
Έχω, έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου, φορτωμένος από την αρχή με όλα τα μυστήρια του θανάτου με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή, καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος στα στερνά.
Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους φορώ καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο, λέω, είναι ζωα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα και λέω πάλι, δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα τα έλατα κατουράνε, και τα ζωύφιά τους τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη πετάω τ’ αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι.
Απ’ αυτές τις πολιτείες θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει, τ’ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί κι ότι ύστερα από μας τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα 'ρθει. Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να 'ρθουν, να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα μαύρα δάση, ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.
Αφού είσαι ανθρώπινο πλάσμα κι ανάγκη σου πρώτη το ψωμί από τα λόγια τα παχιά μην περιμένεις τροφή
Γι'αυτό εμπρός μαρς αριστερά είν’ η θέση σου εκεί στο μεγάλο το μέτωπο της εργατιάς γιατί εργάτης είσαι κι εσύ
Αφού είσαι ανθρώπινο πλάσμα σαν σκουλήκι δε θες να σε πατούν δεν θέλεις δούλους να `χεις εσύ μα ούτε κι αφεντικά
Αφού είσαι εργάτης, εργάτη το δίκιο σου δε θα βρεις πουθενά μονάχη της η εργατιά κερδίζει την ελευθεριά Ο κόσμος όλος έγινε άνω-κάτω Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης & Μπέρτολτ Μπρέχτ Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Μπρος αδελφή δώσε το χέρι κι εσύ αδελφέ μου πάρε το μαχαίρι ο κόσμος όλος έγινε άνω κάτω οι πλούσιοι, κοίτα, βρέθηκαν στον πάτο. Απ’ τη χαρά τους οι φτωχοί αλαλάζουν κι αυτός όπου δεν είχε μια μπουκιά ψωμί το στάρι όλου του κόσμου θα χαρεί.
Τι κάνεις στρατηγέ, δε βάζεις τάξη όλα εδώ πέρα τα `χουνε τινάξει πεντάρα το αρχοντόπουλο δε δίνει μιας παρακατιανής παιδάκι εγίνει. Σκλάβοι που δε σφαλούσανε το μάτι τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι, τώρα κοιμούνται σε ζεστό κρεβάτι.
Κύριοι μου καλοί, με πληρώνετε εδώ, και σας κάνω όλα τα γούστα και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω ευχαριστώ στο φτηνό ξενοδοχείο στη φτηνή την προκυμαία και δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε (μα δεν ξέρετε σε ποια μιλάτε) Μα ένα βράδυ βουητό στο λιμάνι κι όλοι λεν τι είν’αυτό το βουητό και αλλάζω τα σεντόνια και γελάω κι όλοι λεν (αυτή γιατί γελάει) Κι ένα μαύρο καράβι με 50 κανόνια στο λιμάνι έχει μπει
Κύριοι μου καλοί σας λυπάμαι καθώς παζαρεύω ποιον θα πάρω τη νυχτιά γιατί σε κρεβάτι απόψε δε θα κοιμηθεί κανείς μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφά που δεν ξέρετε ποια είμαι εγώ(που δε μάθατε ποια είμ’εγώ) Και μέσα στη νύχτα ουρλιαχτό στο λιμάνι κι όλοι λεν’τι’ναι αυτό το ουρλιαχτό και ορμάω στο παράθυρο με γέλια κι όλοι λεν (τι πανηγυρίζει) Και το μαύρο καράβι κατά πάνω στην πόλη τα κανόνια γυρνά
Κύριοι μου καλοί τώρα πια δε γελάτε τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί κι όλα τα βρωμόσπιτα σας τα γκρέμισαν σε μια νύχτα απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο δω (κι απορείτε γιατί τ’αφησαν αυτό) Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στην πόλη και ρωτάτε ποιος να έμενε εδώ και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει και θα πουν (γι’αυτήν ήτανε λοιπόν) Και το μαύρο καράβι τη σημαία σηκώνει να με υποδεχτεί
Και κοντά μεσημέρι, εκατό μαύροι άντρες βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν, και θα δέσουν μ’ αλυσίδες όποιον είχα πελάτη και δεμένους μ’ αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου. Και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω (και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω). Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι θα ρωτάτε ποιος θα κρεμαστεί...Και θ’ ακούσετε ν’ αποφασίζω: όλοι. Κι απάνω στα κεφάλια σας θα πω: έτσι! Και το μαύρο καράβι τα πανιά του ανοίγει και με παίρνει μακριά.
Από ποτά ξεφρενιασμένοι, λουσμένοι από τις αστραπές Και από δαιμόνους φιλημένοι στων καραβιών τις κορυφές σα σκελετοί ηλιοδαρμένοι, αρρώστια, μπόχα, πυρετοί μα τραγουδάνε πεινασμένοι όσοι απόμειναν ορθοί: «Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σ’ ορίζοντες αστραφτερούς πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός για μας η θάλασσα»
Κάμπος βαθύς και γη σπαρμένη, λιμάνια, πόρνες, καπηλειά κάθε στεριά τούς είναι ξένη, γι’ αυτούς η θάλασσα στεριά πατρίδα τους και περιβόλι το ανεμόδαρτο σκαρί όπου δεν έχει αραξοβόλι, ούτε σημαία στην κορφή «Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σ’ ορίζοντες αστραφτερούς πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός για μας η θάλασσα»
Μα ένα βράδυ του Απρίλη τ’ άστρα θα τους απαρνηθούν μήνυμα η θάλασσα έχει στείλει οι πειρατές ν’ αφανιστούν Ο ουρανός, ο σύντροφός τους, σκέπασε κάθε ξαστεριά και ο γαρμπής, ο αδερφός τους, τους πνίγει σε βαθειά νερά «Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σ’ ορίζοντες αστραφτερούς πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός για μας η θάλασσα»
Όρθια κύματα τινάζουν στα επουράνια το σκαρί στης αστραπής το φως κοιτάζουν το χάος που τους καρτερεί Άνεμοι παίρνουν το τιμόνι και ενώ στην κόλαση βουτούν οι πειρατές –μαύροι δαιμόνοι ακούγονται που τραγουδούν: «Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σ’ ορίζοντες αστραφτερούς πνίχτε και κάφτε τους θεούς, μας φτάνει εμάς η θάλασσα»
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά Θεωρούνε ταπεινό Να μιλάς για το φαΐ Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται Και πού πηγαίνουν Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα Δεν τά’χουν ακόμα δει Όταν σημαίνει η ώρα τους
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί Γι’αυτό που είναι ταπεινό Ποτέ δε θα υψωθούν Το ημερολόγιο Δε δείχνει ακόμα την ημέρα Όλοι οι μήνες, όλες οι ημέρες Είναι ανοιχτές Κάποια απ’ αυτές θα σφραγιστεί Μ’ έναν σταυρό
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές Οι άνεργοι πεινούσαν Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι Κηρύχνουν τη λιτότητα Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα Ζητάνε θυσίες Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο Λες πως είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε Πόλεμος και ειρήνη Είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους Μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους καθώς ο γιος από τη μάνα έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά ο πόλεμός τους σκοτώνει ό, τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά Μιλάνε για ειρήνη Ο απλός λαός ξέρει Πως έρχεται ο πόλεμος Όταν αυτοί που είναι ψηλά Καταριούνται τον πόλεμο Διαταγές για επιστράτευση Έχουν υπογραφεί
Στον τοίχο με κιμωλία γραμμένο Θέλουνε πόλεμο Αυτός που το’χε γράψει Έπεσε κι όλας
Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε Να ο δρόμος για τη δόξα Αυτοί που είναι χαμηλά Να ο δρόμος για το μνήμα
Τούτος ο πόλεμος που έρχεται Δεν είναι ο πρώτος Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμος Όταν ετέλειωσε ο τελευταίος Υπήρχαν νικητές και νικημένοι Στους νικημένους ο φτωχός λαός Πέθαινε απ’ την πείνα Τους νικητές ο φτωχός λαός Πέθαινε το ίδιο
Σαν θα’ρθει η ώρα της πορείας Πολλοί δεν ξέρουν Πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους Η φωνή που διαταγές τους δίνει Είναι του εχθρού τους η φωνή Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει Είναι ο ίδιος τους ο εχθρός
Νύχτα Τ’ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά
Στρατηγέ το τανκς σου Είναι δυνατό μηχάνημα Θερίζει δάση ολόκληρα Κι εκατοντάδες άνδρες αφανίζει Μόνο που έχει ένα ελάττωμα χρειάζεται οδηγό
Στρατηγέ το βομβαρδιστικό Είναι πολυδύναμο Πετάει πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο Κι απ’ τον ελέφαντα σηκώνει βάρος πιο πολύ Μόνο που έχει ένα ελάττωμα χρειάζεται πιλότο
Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ Ξέρει να πετάει Ξέρει και να σκοτώνει Μόνο που έχει ένα ελάττωμα ξέρει να σκέφτεται
Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο σε λεωφόρο κεντρική. Φοβάμαι πολύ –ωιμέ- μην πέσω κάτω. Κοντεύω γιά τον σταύλο να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο. Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει –και με σφάζουν.
Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά γιά βοήθεια τρέχει ο αμαξάς και πόρτες ανοίγουνε και χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια κι απ’το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.
Κι όμως όλοι μ’αγαπούσανε πάντα με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες. Πρώτα όλοι φίλοι και τώρα όλοι τους θηρία. Ποιος τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;
Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα και μια παγωνιά να χτυπάει την γη. Πως δεν το βλέπεις εσύ; Κι έχουν παγώσει πια οι ανθρώποι το χέρι ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις. Γιατί όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!
Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό και μ’ αφήναν νηστικό
Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά του χωριού την εκκλησιά
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ για τ’ αφέντη το φαί
Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...
Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη
Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι Εκεί ψηλά στο βουνό χρειάζουνται ρύζι Αν το ρύζι το κρύψουμε στις αποθήκες θ’ ακριβύνει το ρύζι γι’ αυτούς εκεί πάνω Οι μαούνες του ρυζιού θα `χουν λιγότερο ρύζι και το ρύζι φτηνότερο θα `ναι για μένα
Τι είναι στ’ αλήθεια το ρύζι Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι Ποιος να το ξέρει τάχα Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι Ξέρω την τιμή του μονάχα
Φτάνει χειμώνας και χρειάζουνται ρούχα Πρέπει μπαμπάκι λοιπόν ν’ αγοράσουμε και το μπαμπάκι να μην το πουλήσουμε Σαν θα `ρθει το κρύο, θ’ ακριβύνουν τα ρούχα Τα κλωστήρια πληρώνουν πολύ ψηλά μεροκάματα Κι έπειτα υπάρχει πάρα πολύ μπαμπάκι
Τι είναι στ’ αλήθεια το μπαμπάκι Πού να ξέρω το μπαμπάκι τι είναι Ποιος να το ξέρει τάχα Δεν ξέρω το μπαμπάκι τι είναι Ξέρω την τιμή του μονάχα
Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαΐ γι’ αυτό κι ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει Για να φτιάξεις φαΐ, χρειάζεσαι ανθρώπους Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαΐ αλλάοι φαγάδες όλο και τ’ ακριβαίνουν Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι
Τι είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος Πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι Ποιος να το ξέρει τάχα Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι Ξέρω την τιμή του μονάχα
Alabama Song Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ Μουσική: Κουρτ Βάιλ
Well, show me the way To the next whiskey bar Oh, don't ask why Oh, don't ask why
Show me the way To the next whiskey bar Oh, don't ask why Oh, don't ask why
For if we don't find The next whiskey bar I tell you we must die I tell you we must die I tell you, I tell you I tell you we must die
Oh, moon of Alabama We now must say goodbye We've lost our good old mama And must have whiskey, oh, you know why Oh, moon of Alabama We now must say goodbye We've lost our good old mama And must have whiskey, oh, you know why
Well, show me the way To the next little girl Oh, don't ask why Oh, don't ask why
Show me the way To the next little girl Oh, don't ask why Oh, don't ask why
For if we don't find The next little girl I tell you we must die I tell you we must die I tell you, I tell you I tell you we must die
Oh, moon of Alabama We now must say goodbye We've lost our good old mama And must have whiskey, oh, you know why
Άννα μην κλαις Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρέχτ Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Μιλάνε για καιρούς δοξασμένους, και πάλι (Άννα μην κλαις) θα γυρέψουμε βερεσέ απ’ τον μπακάλη.
Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή (Άννα μην κλαις) στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί
Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει (Άννα μην κλαις) Εμένα δε με βάζουν στο χέρι.
Ο στρατός ξεκινά (Άννα μην κλαις) Σαν γυρίσω ξανά θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες. Ο στρατός ξεκινά
Well if I could, I surely would, Stand on the rock where Moses stood, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Oh Mary don't you weep no more, Oh Mary don't you weep no more, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Well Mary wore three links of chain, On every link was Jesus name, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Oh Mary don't you weep no more, Oh Mary don't you weep no more, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Well one of these nights about 12 o'clock, This old world is gonna rock, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Well Moses stood on the Red Sea shore, Smote the water with a two by four, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Oh Mary don't you weep no more, Oh Mary don't you weep no more, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep. Well old Mister Satan he got mad, Missed that soul that he thought he had, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Brothers and sisters, don't you cry, There'll be good times by and by, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Oh Mary don't you weep no more, Oh Mary don't you weep no more, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
God gave Noah the rainbow sign, No more water, but fire next time, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Oh Mary don't you weep no more, Oh Mary don't you weep no more, Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.
Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep, Oh Mary don't you weep no more, Oh Mary don't you weep no more.
Pharoh's army got drownded, Oh Mary don't you weep.